- τυκίον
- τὸ, ΜΑ, και τύκιον Μ [τύκος]υποκορ. τού τύκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυκίον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύκιον — τὸ, Μ βλ. τυκίον … Dictionary of Greek
μυστρί — το (ΑΜ μυστρίον) [μύστρον] νεοελλ. εργαλείο με τριγωνικό χαλύβδινο έλασμα και λαβή με το οποίο οι οικοδόμοι και οι αμμοκονιαστές παίρνουν τον πηλό ή το κονίαμα και τό χρησιμοποιούν στην τοιχοδομία ή στην επίχριση μσν. μικρό σιδερένιο εργαλείο τών … Dictionary of Greek